Με αφορμή μια κριτική του Κούρτοβικ…

Δημοσθένης Κούρτοβικ




         
  Μην είμαστε μεμψίμοιροι, η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία προσφέρει ποικιλία, ποιότητα και ποσότητα, ανάμεσα σε δεκάδες αδιάφορα κείμενα οπωσδήποτε θα βρεθεί κάποιο να μας συγκινήσει, εκεί που φαίνεται όμως να πάσχει είναι στην πρωτοτυπία. Διψούμε για μια καινοτόμα θεώρηση του κόσμου, για μια φρέσκια οπτική, τώρα περισσότερο από ποτέ, γιατί ξέρουμε ότι συχνά αρκεί μια αιρετική ματιά για να μας βάλει ιδέες, να ενεργοποιήσει τη δημιουργική φαντασία μας. 
   
  Δε λείπουν τα καλά βιβλία, ούτε τα βαθυστόχαστα, ούτε τα ψαγμένα, ούτε τα τεκμηριωμένα, λείπει η νοητική πρόκληση που προσφέρει το αναπάντεχο, αλλάζοντας πονηρά τους όρους του παιγνιδιού και λασκάροντας τα σφραγισμένα παράθυρα της στερεοτυπικής μας αντίληψης. Βρίσκεται συνήθως κρυμμένο πίσω από τη δομή, τη γλώσσα, την ιδέα, αλλά δύσκολα περιγράφεται. Αναγνωρίζεται από τις ηλεκτρικές εκκενώσεις που μας διαπερνούν κατά την ανάγνωση, απόδειξη ότι ο συγγραφέας κατάφερε να μας συλλάβει ανέτοιμους και αφύλαχτους, και μένουμε λίγα δευτερόλεπτα ακίνητοι για να δώσουμε χρόνο στον οργανισμό μας να αφομοιώσει αυτό που του συμβαίνει. Η διαφορά του αληθινά πρωτότυπου από εκείνο που είναι απλώς δυσνόητο αλλά τετριμμένο, έγκειται στο ότι το μυαλό μας επιθυμεί  να απολαύσει την ανεξερεύνητη περιοχή στην οποία βρέθηκε, να περιπλανηθεί στο κενό αέρος, γιατί αυτού του είδους η ασφυξία είναι ηδονική. Δεν θέλουμε να κατανοήσουμε για να ξεμπερδεύουμε, θέλουμε να παρατείνουμε το αίσθημα της απώλειας ελέγχου, το αίσθημα ότι όλα είναι ανοιχτά σε ερμηνείες. Η διαφορά του αληθινά πρωτότυπου από εκείνο που είναι στεγνά αντιδραστικό, είναι ότι δεν μας κάνει να αισθανόμαστε τόσο έξυπνοι και ασφαλείς ώστε να μπορούμε να το κατηγοριοποιήσουμε. Και εκεί ακριβώς καταφέρνω πλέον να ξεχωρίσω τον διορατικό βιβλιοκριτικό από τον τυποποιημένο αρθρογράφο.

  
  Ο πρώτος επιτρέπει στον εαυτό του να διστάσει, να αμφιβάλλει για τη δική του ικανότητα να κρίνει το ανοίκειο και δεν βιάζεται να το απαξιώσει, αναγνωρίζοντας ότι στο έργο που διαβάζει κρύβεται ίσως μια υπόσχεση, ένα νεογέννητο όραμα, που μπορεί ακόμη να μην έχει πάρει συγκεκριμένη μορφή, αλλά πρέπει ο συγγραφέας του να ενθαρρυνθεί για να το αναπτύξει. Οπότε οπισθοχωρεί και αφήνει το έργο να γίνει πρωταγωνιστής στο άρθρο του, ώστε η υπόσχεση να μοιάζει ζωντανή και επείγουσα. Το δεύτερο είδος βιβλιοκριτικού, πάλι, ο τυποποιημένος αρθρογράφος, θεωρεί εξ’ ορισμού ότι είναι ο μοναδικός κάτοχος της απόλυτης αλήθειας, οπότε έχει κάθε λόγο να ανησυχεί όταν κάτι αταξινόμητο πέσει στα χέρια του, που μπορεί να κυοφορεί το άγνωστο μέλλον, μέλλον στο οποίο ο ίδιος προφανώς δεν έχει θέση.  Βασικό του μέλημα είναι να αποθαρρύνει κάθε ατίθασο πλοηγό, επειδή ακριβώς τόλμησε να ξανοιχτεί σε ανεξερεύνητα νερά, προσπαθώντας με πλάγια χτυπήματα να τον οδηγήσει στο λιμάνι της κοινοτοπίας. Στις περιπτώσεις μάλιστα που ο αρθρογράφος τυγχάνει να είναι και λογοτέχνης, μοιάζει μάλλον ύποπτη η «παιδαγωγική» του σκληρότητα και η βιασύνη να απαξιώσει το καινούργιο προτού καθιερωθεί.  

Βασιλική Πέτσα


 Έπεσε το μάτι μου σε μια αρνητική κριτική του Δημοσθένη Κούρτοβικ για το βιβλίο της Βασιλικής Πέτσα «Θυμάμαι» (Τα ΝΕΑ,  Βιβλιοδρόμιο, 11 Φεβρουαρίου 2012) και τα λέω αυτά. Κάποτε εμπιστευόμουν την οξύνοια του συγκεκριμένου συντάκτη, αλλά τα τελευταία χρόνια μου επιφυλάσσει τη μία δυσάρεστη έκπληξη μετά την άλλη, σαν να έχει χάσει είτε το ένστικτό του είτε την πίστη του (το ένα τρέφει το άλλο) και έχω αρχίσει να αμφιβάλλω ότι η υπόσχεση έχει ελπίδες να βρει στήριξη στα άρθρα του, για να ανθίσει. Η κριτική για το βιβλίο της Πέτσα δεν είναι η χειρότερη που έχει γράψει και πιθανώς ούτε η πιο άδικη, αλλά θα αναφερθώ σε αυτήν γιατί είναι ενδεικτική. Ο έμπειρος βιβλιοκριτικός αφού κατεδάφισε ιδέα και φόρμα – ενδιαφέροντα και τα δύο στο έργο της Πέτσα, κατά τη γνώμη μου – με ένα εύκολο πφ, και λοιπόν; έχει ξαναγίνει, (απλώς γραμμένο λίγο πιο κομψά), απέφυγε προσεκτικά να μην αναγνωρίσει στο έργο της οποιαδήποτε αρετή, ώστε ο αναγνώστης αυτόματα να συμπεράνει ότι το βιβλίο έχει μόνο ελαττώματα. Η φράση «Η Πέτσα ενδιαφέρεται περισσότερο να καταγγείλει παρά να κατανοήσει» με σάστισε και με πονήρεψε, γιατί θεωρώ ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο και ίσως κάτι περισσότερο απ’ αυτό, η Πέτσα μοιάζει να ενδιαφέρεται για τη σιωπή που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε εκείνο που νομίζουμε ότι κατανοούμε και σ’ εκείνο που φοβόμαστε να καταγγείλουμε. Αυτό με μάγεψε στο βιβλίο της, ελπίζω κι εύχομαι να μην αποθαρρυνθεί και το χάσει.  

 Η εποχή που οι «βιτριολικές» κριτικές αποτελούσαν κάτι το αξιοσημείωτο έχει παρέλθει, κυρίως επειδή αποδείχτηκε ότι ουδόλως βελτιώνουν την κριτική σκέψη των αναγνωστών ή βελτιώνουν τους συγγραφείς που τις διαβάζουν ή προάγουν την αγάπη για τη λογοτεχνία, απλώς μας εθίζουν στην εύκολη απαξίωση και καλλιεργούν το φόβο για το καινούργιο, που τώρα πρέπει να το προσκαλέσουμε επιτέλους στη συζήτηση. Αν αναλογιστώ πόσες φορές δώσαμε ευκαιρίες στο αταξινόμητο, το ανοίκειο, το παράδοξο, το αιρετικό, διαπιστώνω ότι ήρθε η ώρα κάποιοι βιβλιοκριτικοί να κάνουν την αυτο-(αυτοκρατορικο)-κριτική τους.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Όψεις του παρόντος στο αντιφέγγισμα του μύθου

Μπλεγμένη στα "Μαλλιά του Φιν"

ΤΙ ΕΙΔΕ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΛΩΤ;